Γαμήσιμος/-η.
Προέλευση < γαμάω+ -able (αγγλ.) < fuckable
Κάποιος/κάποια που είναι αρεστός τόσο ώστε να αξίζει να ερωτοτροπήσεις μαζί του.
(Επίσης υπάρχει και φασόσαμπλ < φασώνω)
- Γνώρισα χθες ένα γκομενάκι. Πήρα και τον αριθμό της.
- Καλή;
- Ντάααξει, μέτρια είναι, αλλα είναι γαμήσαμπλ.