Λαχανεύω, κλέβω δηλαδή μπροστά στα μάτια κάποιου, χωρίς να με πάρει είδηση.

- Και μετά, και μετά...;
- Να όπως την χαμουρεύω, με το ένα χέρι της τζουρνεύω το πορτοφόλι.... διακόσια ευρώ της λαχάνεψα...

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Barcelonian

Το λένε και σαβουρώνω

#2
poniroskylo

Από το čor = κλέφτης στα ρομανί. Έχει περάσει και στα καλιαρντά. Δες και το λήμμα μπουτ.