Από το αγγλικό «lag» που χρησιμοποιείται στη γλώσσα υπολογιστών για να δηλώσει την καθυστερημένη ανταπόκριση του server στον οποίο συνδέεται ο υπολογιστής (για να στείλει αρχείο, στα games κτλ).

Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει καθυστέρηση (εννοώντας στον εγκέφαλο) και δεν καταλαβαίνει εκείνη την στιγμή αυτά που του λες. Κοινώς δεν νιώθει κάστανο, γιατί έχει σκαλώσει για κάποιον συγκεκριμένο λόγο.

  1. - Τι λέει ρε μαλάκα, θα πάμε για κάνα καφέ με τον Μήτσο;
    - Άσε, μην τον υπολογίζεις.
    - Γιατί;
    - Έχει φάει lag τώρα με την εξεταστική και τον βλέπω να κάθεται σπίτι για κάνα μήνα.

  2. - Τι έγινε ρε ψηλέ, γιατί είσαι έτσι;
    - Άσε ρε μαλάκα, έμαθα ότι η Μαίρη φασώθηκε με τον Βασίλη.
    - Ε μη lagάρεις ρε man. Πουτανάκι είναι, έχει φασωθεί με τη μισή σχολή. Ψάξε βρες καμιά άλλη να χωθείς.

(από Kotsolis, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

βλ. και λήμμα λαγκάρω

#2
Kotsolis

Όντως παπαριά έκανα, απλά το έψαξα στα αγγλικά και δεν έβγαλε κάτι.

#3
Galadriel

Μπα, μια χαρά και το αγγλικό, κάποιοι θα το ψάξουν έτσι.