(βλ. μαρμελάδα στ' αυτιά)
Χαρακτηρισμός ανθρώπου με βαριά ακοή.
Ρε μαρμελάδα, τρίτη φορά στο λέω ...
Got a better definition? Add it!
Published 2011-05-22 11:07:09+00:00 Last modified 2011-05-22 11:23:18+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments