Ξαπλώνω κάποιον κάτω με γροθιά, εξαντλημένο. Από την τάβλα = τραπέζι.
...και δώστου μία και τον τάβλιασε χάμω με τη μία.
Ξαπλώνω κάποιον κάτω με γροθιά, εξαντλημένο. Από την τάβλα = τραπέζι.
...και δώστου μία και τον τάβλιασε χάμω με τη μία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments