Λέξη που τη λέμε για να περιγράψουμε ότι κάτι είναι άνετο.

Φίλε το χόστελ ήταν και γαμώ... Και όχι και πολλά λεφτά δηλαδή... Και ανετίλα φάση... Με τους καναπέδες του, με τα έτσι του, καθαρό... Κομπλέ.

(Τα παραδείγματα είναι σε τελείως προφορικό λόγο...)

Σχετικά: άνετα, ανετιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Έχω ακούσει και το ανοιχτίλα σε φάση και καλά εμείς οι Έλληνες που είμαστε ανοιχτοί στις κοινωνικές συναναστροφές και δεν είμαστε κλειστοί όπως οι Βορειοευρωπαίοι, αλλά και με λίγο αρνητική σημασία του χύμα. Είναι άπαξ γουγλιζόμενον.

#2
vikar

Ναί, το λήμμα εδωπέρα είναι το -ίλα (λείπει ακόμα), το οποίο μπορεί ανα πάσα στιγμή να δημιουργήσει ένα σωρό ουσιαστικά (χωρίς αυτά να παγιώνονται απαραίτητα στη γλώσσα).

#3
soulto

και (πιο βορειοελλαδίτικα), "ανετιλίκι".

«Δεν χορταίνω να βλέπω εκείνες τις γεμάτες ανετιλίκι, σιγουριά και τσαμπουκά δηλώσεις που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας πριν γίνει κυβέρνηση, σε σχέση με το τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα», σχολίασε ο Αντώνης Κανάκης παρουσιάζοντας στο τηλεοπτικό κοινό το ειδικό «τοπ» παραχολογίας και ψεύτικων υποσχέσεων που έφτιαξε η ομάδα των «Ράδιο Αρβύλα» για τον Πρωθυπουργό.
(εδώ)