Ενεργώ αντίθετα από κάποια δύναμη προσπαθώντας να ισορροπήσω κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μηχανολογική ορολογία, για να δηλώσει ότι το αυτοκίνητο «κλωτσάει», δηλαδή αντιστέκεται στο ομαλό άφημα του συμπλέκτη, με αποτέλεσμα να ξεκινά άτσαλα.

- Καλορίζικο ρε φίλε το αμάξι! Πώς πάει;
- Άσε ρε φίλε δεν το έχω συνηθίσει ακόμα και σκορτσάρει συνέχεια... Κατά τα άλλα είναι βολίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Nakas

Το αντίθετό του είναι το «κρέμασμα». Π.χ: «Όταν είμαι κάτω από 5.000 στροφές η τετάρτη μου κρεμάει».

#2
iron

Λήμμα και ορισμό νάκας, πάραυτα, και εκατό πουσάψ για τιμωρία.

#3
Galadriel

Αυτό το λεγε ένας γνωστός μου ψαράς για να περιγράψει την κίνηση του ψαριού αφού είχε πιαστεί στην πετονιά του. Νομίζω και για την άγκυρα το 'λεγε; :-/

#4
Nakas

Τον ορισμό τον έχω εισάγει εδώ και καιρό ως «κρεμάει». Είμαι καλό παιδί και ακόμη καλύτερο σλανγκιστής.

#5
iron

χμ... πάσο, εμείς φταίμε, πρέπει να κάνουμε κρεμάω όλα τα διάφορα κρεμάει, κρέμασε και κρεμάω που έχουμε, γιατί άντε να βρεις άκρη.

#6
GATZMAN

Υπάρχει χωριό στην Αρκαδία κοντά στο χωριό Πάπαρης, που λέγεται Σκορτσινού. Ισως το όνομα του να σχετίζεται με τούτο τον όρο.

Επίσης η λέξη λέγεται στο έργο «Της κακομοίρας», στην τελευταία σκηνή, καθώς ο Ζήκος λέει στην κυρα Δέσποινα:σκόρτσα κυρά μου, με στόχο να κάτσει αυτή κόντρα, ώστε να αποφύγει ο Ζήκος τη σύγκρουση με το Ρίζο