Η Γυναίκα μεταξύ μιλφ και τζιλφ που βάφεται έντονα και συνήθως είναι και νυμφομανής. Η μούρη της έχει σπάσει σαν ασιδέρωτη λινάτσα και της αρέσει το φρέσκο κρέας.
Η Γυναίκα μεταξύ μιλφ και τζιλφ που βάφεται έντονα και συνήθως είναι και νυμφομανής. Η μούρη της έχει σπάσει σαν ασιδέρωτη λινάτσα και της αρέσει το φρέσκο κρέας.
Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, τζατζόγρια, γιαγιά, γρίντζελο, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, πουρογκόμενα.
Got a better definition? Add it!
5 comments
Galadriel
Τα Γάματα είναι σκοπίμως όλα κεφαλαία, υπονοούμενο κιέτσ';
sar12345
έτσι έτσι...
Vrastaman
Τι μύδι! I shink I yam in luv!
vikar
Αυτό ειναι προφανώς επιτατικό του γρέντζω («γριά»), έτσι;
sar12345
Σωστόν!