Το φρούτο το οποίο έχει υπερωριμάσει, αλλά δεν έχει σαπίσει και ακόμα τρώγεται -είναι στο όριο βέβαια. Λόγω του ότι έχει αρχίσει να υφίσταται ζύμωση, έχει πολύ έντονη γεύση και άρωμα, που φέρνουν λίγο σε αυτά του (φτηνού) κρασιού ή ακόμα και του ξιδιού. Τα μεθυσμένα φρούτα είναι κατάλληλα μόνο για ορισμένα ιδιότυπα γλυκά, όπως ένα αχλαδόψωμο (Birnenbrot) που κάνουν οι ελβετογερμανοαυστριακοί (βλ. μήδι) ή κάποια γλυκίσματα με σύκο, ή λικέρ, κλπ, βλ. εδώ.

Η λέξη χρησιμοποιείται όμως και για κανονικά ώριμα φρούτα ή και για εδέσματα άλλου τύπου (ψωμιά, κρέατα, τυριά, κλπ) που έχουν υποστεί επεξεργασία (μαρινάρισμα) με αλκοόλ, βλ. παράδειγμα 3.

  1. - ΠΦΦΦΧΦΤΟΥ!!!!!!!!! Μπλιαχ!!! Πέτα τα ρε μαλάκα, σαπίσανε, μου τα δίνεις και να φάω κιόλας!
    - Πώς κάνεις έτσι καλέ, είναι μεθυσμένο, δεν χάλασε, δώς μου το να τα κάνω μαρμελάδα μαζί με τα άλλα.

  2. Στη μαρμελάδα βάζω και μερικά μεθυσμένα φρούτα, της δίνουν πιο έντονη γεύση.

  3. Βανίλιες μεθυσμένες
    Υπέροχο, ελαφρύ γλυκό που το σερβίρουμε σε ψηλά ποτήρια με λίγη χτυπημένη κρέμα και πασπαλίζουμε με καρύδια.

στο Appenzell κάνουν τα καλύτερα, μην το χάσετε. Κι άμα είστε κτήνη ή έχει -15, μπορείτε να το φάτε και αλειμμένο με βούτυρο και ζάχαρη... (από ironick, 27/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified