Η οδοντογλυφίδα, όπως την λένε σήμερα στην Κρήτη.
- Άρεσέ σου το τσιγαριαστό Μανώλη;
- Ναι, πες τώρα τση γυναίκας σου να μου φέρει πασά(ρ)ους...
σ.ς. γιατί περί ρ και λ βλ. άρτσι μπούρτσι και λουλάς, σχόλιό μου στον ορισμό της 4everDanai.
Η οδοντογλυφίδα, όπως την λένε σήμερα στην Κρήτη.
- Άρεσέ σου το τσιγαριαστό Μανώλη;
- Ναι, πες τώρα τση γυναίκας σου να μου φέρει πασά(ρ)ους...
σ.ς. γιατί περί ρ και λ βλ. άρτσι μπούρτσι και λουλάς, σχόλιό μου στον ορισμό της 4everDanai.
Got a better definition? Add it!
1 comment
aias.ath
Πολλὰ κρητικά, καὶ ἀπανωτὰ βλέπω. Ποῦ νὰ τὸ ἤξερα ὅτι ἤσουνα κι ἐλόγου σου στὴν Κρήτη τὸ καλοκαῖρι...
Πάρε κι ἕνα σχετικό: «Μπαλέ», ὁ πυροβολισμὸς ὡς ἀποτέλεσμα, ὄχι ὡς πρᾶξι «μπαλοτέ» ἢ «μπαλοθιά». Τὸ «μπαλέ» εἶναι ἡ μπαλιά μὲ ἰδιωματικὴ κατάληξι (πχ γρηά>γρέ, ἢ ὀρθότερον γραί). Παράδειγμα φετεινό: Ἔπαιζε ἕνας μ' ἕνα πιστόλι, θαρρῶ λούgερι καὶ γίνεται μιὰ ἀθέλητη ἐκπυρσοκρότησι. Λέει ἕνας περαστικός: _«Ἦντά gινε μωρ' ἔπαέ;»
_«Πράμμα μωρέ!, Ἐδὰ ἔφυgέ μας μιὰ μπαλέ».