Φανταρικό απόφθεγμα.

Σε ελεύθερη μετάφραση, ταλαιπωρούμαι αλλά οι γαμημένες μέρες για την απόλυση δεν μαζεύονται.

Βέβαια, το λιώσιμο μπορεί να νοηθεί διττώς:

α) ως χώσιμο / βυσμάτωμα

β) απλά ως απελπιστική απραγία, να κάθεσαι να ψωλαρμενίζεις ώρες ατέλειωτες, άχρηστος μεταξύ αχρήστων, βάρος της γης, απλά να υφίστασαι στο σύμπαν χωρίς να το επηρεάζεις στο ελάχιστο.

Καταχρηστικά το ρητό χρησιμοποιείται σε εκτός στρατού φάσεις, π.χ. όταν πέφτει γενικώς τρελή δουλειά ή τρελό διάβασμα για εξεταστική κλπ.

(τηλεφώνημα)
- Έλα Μήτσο, να περάσω για κανα ταβλάκι;
- Καλά θα 'ταν ρε Τζον μα έχω πήξει στο διάβασμα.
- Λιώσιμο κανονικό ε;
- Λιώνω και δεν παλιώνω που λέγαμε και στο στρατό φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published