Το παιδί που μαζεύει την μπάλα στα γήπεδα, και κατά συνέπεια ο άχρηστος, ποδοσφαιρικά ή μη, η μπαλομαζώχτρα, ο ζεσταίνων τον πάγκο.

Χρησιμοποιείται από μπακό σε αλάνα μέχρι σούπερ λιγκ και βάλε.

Πιθανότατα και ειρωνικά εκ του τουρκικού uz που σημαίνει έξυπνος και ικανός (κατά το παιδί-τζιμάνι). Η ετυμό εκ του «ου(κ) ζώ» κρίνεται ως παπαριά.

Βορειοελλαδίτικο.

Ποιος ρε, ο Αντωνίου; Αυτόν φίλε τον είχαμε για ούζο στο σχολείο! Μαλώναμε ποιος δεν θα τον πάρει στην ομάδα του! Και τώρα, παίζει στο Κατάρ… τι μου λέτε! Και τι κάνει το παλτό, το δοκάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified