Πιασμάν (ή, σπανιότερα, πιασμεντέν): το μπαλαμούτι, τα πιασίματα, το σεξάκι, τα σαλιαρίσματα, τα σαχλά, όλ' αυτά ή ένα απ' όλα. Από το ρήμα πιάνω, εννοείται, και την και καλά γαλλική κατάληξη -ent.

Μην πάτε εκεί για νυχτερινά γυρίσματα, είναι στέκι όπου πάνε τα ζευγαράκια για πιασμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Γαλλιστί papouilles < Παπούλιας.

Το' χουν οι προέδροι.

#2
aias.ath

Τὸ πιασμὰν καὶ μπιεσμὰν εἶναι ἀρχικῶς παλαιοκαλιάρντ, μὲ τὸ ἴδιο νόημα. Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἂν καὶ ὅσο ἀκούγεται, ἔφθασε κατ' ἐπέκτασιν λόγῳ Πετροπούλου.

#3
iron

δηλ να το βάλω καλιαρντό;

#4
aias.ath

Ναί.