Πιασμάν (ή, σπανιότερα, πιασμεντέν): το μπαλαμούτι, τα πιασίματα, το σεξάκι, τα σαλιαρίσματα, τα σαχλά, όλ' αυτά ή ένα απ' όλα. Από το ρήμα πιάνω, εννοείται, και την και καλά γαλλική κατάληξη -ent.
Μην πάτε εκεί για νυχτερινά γυρίσματα, είναι στέκι όπου πάνε τα ζευγαράκια για πιασμάν.
4 comments
Vrastaman
Γαλλιστί papouilles < Παπούλιας.
Το' χουν οι προέδροι.
aias.ath
Τὸ πιασμὰν καὶ μπιεσμὰν εἶναι ἀρχικῶς παλαιοκαλιάρντ, μὲ τὸ ἴδιο νόημα. Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἂν καὶ ὅσο ἀκούγεται, ἔφθασε κατ' ἐπέκτασιν λόγῳ Πετροπούλου.
iron
δηλ να το βάλω καλιαρντό;
aias.ath
Ναί.