Ἔτσι λέγεται ὁ κασμὰς (τὸ σκαπτικὸ ἐργαλεῖο) στὴ ΒΔ Κρήτη.
Ἐπειδὴ στὴν αὐτὴ περιοχὴ ὀνομάζεται μπίκα ἡ μύτη (ἀνατ., ἀλλὰ καὶ κάθε αἰχμηρὴ διαμόρφωσι), συνάγω ὅτι ἡ ἐτυμολογικὴ προέλευσι πρέπει νὰ εἶναι ἰταλ. becco (ἀγγλ. beak)>μπίκα=μύτη>μπίκος=κασμάς (προφ. διότι εἶναι μυτερός).
Θεωρῶ ἐπίσης ὅτι δὲν ὑφίσταται ἐτυμολογικὴ σχέσις μὲ τὸν μπί(ῆ)κο=ταῦρο, μιᾶς καὶ ἡ προσφερθεῖσα ὑπὸ ΜΧΣ ἀνάλυσις ἦτο πλέον ἢ πειστική.
Οἱ χωροφυλάtchοι μᾶς ἀρωτούσανε ντελόγο στὰ σύνορα ἦντα δουλιὰν ἐκάμαμε. Τchὲ μεῖς τὼς ἐλέγαμε πράμα ματσακούπι τchὲ μπικαδάτchι τch´ ἐτσὰ πράματα, σκαφιάδες πὼς ἤμαστονε ἐδά, νὰ θρέψωμε θέλει τὰ μπαντέρμα τὰ κοπέλια μας.
(ἀπὸ σημειώσεις τοῦ παπποῦ μου γιὰ τὸν Μακεδονικὸ ἀγῶνα).
5 comments
mafie
Επίσης το «μπικούνι», δηλαδή το τσαπάκι, πρέπει να είναι ομόρριζο.
MXΣ
piccone η αξίνα στα Ιταλικά εκ του picco = κορυφή. Χουάτ δε φακ...
HODJAS
Βλ. και εδώ
MXΣ
Nαι, σ'εκείνον τον μπέκο, ταιριάζει να πεις κατούρα και λίγο... ...
...
...
(μπεκ ντε, εγχυτήρας, που ψεκάζει καύσιμο, τσουτσού σορόπ, ο γκραν γαμάω; Γελάσατε; Τι; Μόνο σε μένα φάνηκε αστείο; Χμ... Sorry...)
HODJAS
Τον μπέκο τον έχω ακούσει ως στειλιάρι (βρωμόξυλο) π.χ. «θα πέσει μπέκος», οπότε κολλάει με την έννοια μπέκος-μπίκος = αξίνα/κασμάς βλ. και έκφραση «θα σε πελεκήσω».
Χμμμμ...