Τζιμιρίνγκες ή Τζουμπαρλίνγκες: είναι κομμάτια λίπους ή λιπέσκες βυθισμένες και τηγανισμένες σε τόνους λαδιού που συνήθως συνοδεύουν ποτό.

-Σήμερα θα φτιάξω τζιμιρίνγκες να φάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Στη γλώσσα των Klingon?

#2
gaidouragathos

Μου θυμιζουν τις τσιγαρίδες στη γεύση...