Ονομάζεται η πίτα που παρασκευάζεται σε ορισμένες χώρες από τους χριστιανούς παραμονές της Πρωτοχρονιάς και κόβεται (μοιράζεται) λίγο αφότου αλλάξει ο χρόνος.

Επίσης ονομάζεται η μεγάλη και μαλακή κοιλιά. Αν την πατήσεις στις άκρες κάνει έναν τέλειο κύκλο που μοιάζει μα βασιλόπιτα έτοιμη για φάγωμα.

-Παιδιά ελάτε να κόψουμε την βασιλόπιτα.

-Πω τι κοιλάρα είναι αυτή, κανονική βασιλόπιτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κλειστό και ψηλό παπούτσι που καλύπτει το πόδι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο

  2. (μουσική) μεγάλο τύμπανο το οποίο δονείται με τη χρήση ειδικού εργαλείου ποδός (πετάλι)

  3. (γυναίκα) Η άσχημη γυναίκα, η χοντρή, η ηλίθια. Ο άντρας που πηγαίνει με μπότες τσαγκάρης.

  1. Καλά, αγόρασα κάτι καινούργιες μπότες, τέλειες.

  2. Καλά μιλάμε ο ντράμερ βαράει την μπότα σαν τρελαμένος.

  3. Πού πας έτσι μωρή μποτάρα....

(από Vrastaman, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επάγγελμα) Αυτός που εξειδικεύεται στο να φτιάχνει, διορθώνει παπούτσια, τακούνια και γενικά υποδήματα.

(Άνθρωπος) Αυτός που πηγαίνει με μπότες.

(Επαγγελμα) Πήγα στον τσαγκάρι τα παπούτσια μου να μου φτιάξει το τακούνι

(Άνθρωπος) Είδες ο Γιώργος με ποια πήγε; Καλά, μεγάλος τσαγκάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιμιρίνγκες ή Τζουμπαρλίνγκες: είναι κομμάτια λίπους ή λιπέσκες βυθισμένες και τηγανισμένες σε τόνους λαδιού που συνήθως συνοδεύουν ποτό.

-Σήμερα θα φτιάξω τζιμιρίνγκες να φάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λίπη στο φαγητό, στο σώμα γενικά. Ό,τι έχει σχέση με το λίπος, με τους χοντρούς, με τα λιπαρά. Επίσης λιπέσκες ονομάζονται στις γυναίκες τα γαμωπιασίδια στο πλαϊνό της μέσης. Λιπέσκα είναι το λίπος της μπριζόλας, η μεγάλη κοιλιά και το προγούλι.

  1. Δες αυτή η γκόμενα τι λιπέσκες έχει.

  2. Κόψε από την μπριζόλα τις λιπέσκες και φέρε να τις φάμε.

  3. Πο καλά ρε, τι λιπέσκες έχεις κάνει στα μπούτια σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλακατίνες ή Σλιακατίνες ή Σλιακατίνκες: οι σκατούλες, σκατουλίτσκες. Χρησιμοποιείται όπως λέμε «μην κάνεις βλακείες».

Συνήθως το χρησιμοποιούμε μόνο του, χωρίς κάτι άλλο να το συμπληρώνει.

  1. - Δες τι έφτιαξα.
    - Σλιακατίνες.

  2. - Ωραίο φαγητό μας μαγείρεψε ο Γιώργος.
    - Πφφ σλιακατίνκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν κρατιέται σταθερό, ή κουνιέται ή δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί. Επίσης όταν κάτι είναι έτοιμο να εκραγεί, πεταχτεί.

Όταν βλέπεις έναν χοντρό που φοράει πουκάμισο και του είναι τσίτα.

-Δες το κουμπί από το πουκάμισο του είναι έτοιμο να πιτσικάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified