Συνώνυμο του «μούφα».
Αυτός/αυτό δηλαδή, που δεν έχει την ποιότητα που θα περιμέναμε, και είναι είτε ψεύτικο, είτε χαλασμένο.
Μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε δυσάρεστη κατάσταση.
- Τη δοκίμασες τη νέα «φάντα» με γεύση καρπούζι;
- Άσε ρε φίλε, μην πάρεις, είναι πατσαρδέ. Δεν πίνεται με τίποτα.
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
5 comments
vikar
Έχουμε καμιά ιδέα για την προέλευση; Αυτό το -έ μια φορά, εκεί με πάει.
alepou
Στην Καρδίτσα το λέγαμε, δεν ξέρω αν το λένε και σε άλλες περιοχές.
vikar
Και απο πού βγαίνει η λέξη;...
alepou
Αυτό εννοείς προέλευση... Είναι αλήθεια ότι δύο μέρες τώρα δε βγαίνει συνεννόηση μεταξύ μας!
Τεσπά ποτέ δεν κατάλαβα από που βγαίνει αυτή η λέξη και εγώ το έχω απορία. Πάντως ηχητικά ταιριάζει ωραία.
vikar
Ά, μήν ανησυχείς, αυτό με τη συνεννόηση όλοι μου το λένε. :-)
Όκ κέικ, στα κρατούμενα και το πατσαρδέ. Έχω και κάτι φίλους καρδιτσιώτες, θα τους ρωτήσω στην πρώτη ευκαιρία.