Όπως πληροφορούμαστε εδώ είναι λέξη που δηλώνει βυζαντινό κόσμημα: «τα σκουλαρίκια των πρώτων χριστιανικών χρόνων δίνουν τη θέση τους στα περπενδούλια, που στους αυτοκράτορες κρέμονται από τα διαδήματα που φορούν.»

Σήμερα πια κάποιοι παλαιοί χαρακτηρίζουν έτσι τα λογής-λογής κρεμαστάρια που φοράνε τα κορίτσια και ουχί μόνον. Μπαμπαδισμός.

  1. Έμοιαζε με τεχνούργημα των Αζτέκων, με επινώτιο των κουρσάρων της Καραϊβικής, ίσως και με τα κρεμαστά περπενδούλια της αυτοκράτειρας...

  2. Ξέχασέ το ότι θα πας σχολείο με όλ' αυτά τα περπενδούλια. Βγάλ' τα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Τύφλα νά 'χει ο Φουσέκης!

#2
Khan

Εικάζω ότι είναι από το λατινικό ρήμα pendere = κρέμομαι, και την πρόθεση per. Οπότε θα σήμαινε ό,τι και το κρεμαστάρια (βλ. και pendulum, pendant), οι βυζαντινοί είχαν διάφορες τέτοιες λέξεις μεταφερμένες από τα λατινικά που ακούγονταν κάπως.

#3
deinosavros

Στος ο Χαν.

#4
iron

και γω αυτή την ετυμό σκέφτηκα, αλλά δεν βρήκα κάτι που να τη στηρίζει (όχι ότι έψαξα και τρελά), πράγμα που μου έκανε εντύπωξη.

#5
deinosavros

Ε, άμα δε βρήκες τίποτα να τη στηρίζει άστηνε επί ξύλου κρεμάμενη, να αιωρείται ώσπερ περπενδούλιον.
Πάντως μου φαίνεται η πιό λογική εκδοχή.