Αυτός που έχει λερωθεί / πασαλειφθεί στο πρόσωπο με φαγητό.
Γιώργο εσύ έδωσες τη σοκολάτα στο μωρό; Κοίτα πώς έγινε! Μούρτζος! Μέχρι τα μαλλιά έφτασε η σοκολάτα! Πρέπει να το κάνω μπάνιο πάλι.
Αυτός που έχει λερωθεί / πασαλειφθεί στο πρόσωπο με φαγητό.
Γιώργο εσύ έδωσες τη σοκολάτα στο μωρό; Κοίτα πώς έγινε! Μούρτζος! Μέχρι τα μαλλιά έφτασε η σοκολάτα! Πρέπει να το κάνω μπάνιο πάλι.
Got a better definition? Add it!
Published
1 comment
knightrider
Είχα έναν συνάδελφο που τον έλεγαν Μούρτζο.
Ήταν κάτι μεταξύ «μούρτζου» και «μουρτζόβλαχου». Λεχρίτης κανονικός.
Τώρα έχει βγεί στη σύνταξη. Αυτός πρόλαβε... Εμείς να δω, τι θα κάνουμε...