Ο κομψός, ο καλοντυμένος, ο τσίλικος.

Στυλάτο σε βλεπω σήμερα μαλάκα, για γκόμενες πας; Πολύ σένιος!

Σύγκρινε με φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
didikong

το λέμε και για καινούργιο αυτοκίνητο

#2
Vrastaman

Εκ του γαλλικού signé , «υπογεγραμμένο»΄δηλ. επώνυμο ρούχο. Υπάρχουν πολλά παραγωγα πχ σενιάρω κάτι, είμαι σενιαριστός κλπ. κλπ.

#3
poniroskylo

Ή, μήπως είναι από το soigné=περιποιημένος, τακτικός; Κλίνω μάλλον υπέρ αυτού διότι το σένιος είναι σχετικά παλιά λέξη και λεγόταν πριν γίνουν της μοδός εν Ελλάδι τα σινιέ ρούχα

#4
iron

συμφωνώ με πονηρόσκυλο

#5
Vrastaman

Χμου θέλει ψάξιμο. Πάντως το signé / signare σάν έννοια προυπήρχε του Οίκου Πούτσι και της παρέας του. Αναφερόταν στην «σφραγίδα» του κάθε πρωτομάστορα στο έρχο του, πχ έπιπλα, πορσελάνες, πίπες με σήμα το λιοντάρι κοκ.

#6
vikar

Με τον Βράστα συμφωνούν Τριαντά (εδώ κι' εδώ) αλλα και τέως: σένιος < σενιάρω < signare (ιταλ.).

#7
BuBis

Οι francgrec δείτε και εδώ

#8
ΝΤΙΝΟΣ

@ BuBis: Ετοιμάζομαι ν'αναρτήσω οσονούπω το γλωσσάρι μου για Frangrec και, συμπτωματικά, έπεσα εδώ και βρήκα ότι πάει σχεδόν χρόνος που διάβασες το σλανγκοκείμενό μου «Πυγμαλίωνας και Γαλάτεια» στο Projethomere.com. Φχαριστώ και Σπεκ.

#9
Khan

Ο Σαραντάκος (Λέξεις που Χάνονται, σ. 40) προτείνει ετυμολογία από το ασένιο, το οποίο προέρχεται από το ιταλικό a segno, που είναι όρος του ναυτικού λεξιλογίου αλλά όχι μόνο, και σημαίνει «στην εντέλεια». Το επιχείρημά του ακριβώς είναι ότι σένιο δεν σημαίνει «πολυτελές», αλλά «στην εντέλεια, όπως πρέπει». Το ασένιο είχε μάλλον επιρρηματική χρήση, λ.χ. «το ρολόι πάει ασένιο».

#10
dryhammer

Το ασένιο στο βαπόρι το έχω ακούσει για τους κάβους, όταν είναι «στην εντέλεια» ούτε πολύ τεζαρισμένοι ούτε μπόσικοι (= ούτε πάρα πολύ τεντωμένοι με κίνδυνο να κοπούν, ούτε χαλαροί οπότε τό σκάφος «ανοίγει» από το ντόκο). Μέσα στα καθήκοντα στο λιμάνι είναι και ο έλεγχος και «το σενιάρισμα των κάβων».