Προέρχεται από το αγγλικό «local» και σημαίνει ντόπιος, ιθαγενής, γηγενής.
- Προς τα πού πάμε;
- Θα ρωτήσουμε τα λοκάλια.
- Δεν αντέχω άλλο καμάκι από λοκάλι, έχω ανακατευτεί πια από τις πολλές τρίχες στην πλάτη των γκρικ λόβερς...
Προέρχεται από το αγγλικό «local» και σημαίνει ντόπιος, ιθαγενής, γηγενής.
- Προς τα πού πάμε;
- Θα ρωτήσουμε τα λοκάλια.
- Δεν αντέχω άλλο καμάκι από λοκάλι, έχω ανακατευτεί πια από τις πολλές τρίχες στην πλάτη των γκρικ λόβερς...
Got a better definition? Add it!
2 comments
Vrastaman
Τα πιο δύστυχα λοκάλια βρίσκονται στην Ερεσό.
mafie
Ή τα πιο τυχερά -αναλόγως του πόσο προδευτικές είναι οι λεσβίες εκεί :)