Προέρχεται από το αγγλικό «local» και σημαίνει ντόπιος, ιθαγενής, γηγενής.

- Προς τα πού πάμε;
- Θα ρωτήσουμε τα λοκάλια.

- Δεν αντέχω άλλο καμάκι από λοκάλι, έχω ανακατευτεί πια από τις πολλές τρίχες στην πλάτη των γκρικ λόβερς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Τα πιο δύστυχα λοκάλια βρίσκονται στην Ερεσό.

#2
mafie

Ή τα πιο τυχερά -αναλόγως του πόσο προδευτικές είναι οι λεσβίες εκεί :)