Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Η λέξη «κλατσάρω» χρησιμοποιείται στο μπάσκετ όταν κάποιος είναι πολύ τυχερός και καταφέρνει να βάζει συνεχώς και με κάθε σουτ καλάθι.
Προέρχεται από το «κλατς», που σημαίνει ότι το καλάθι μπήκε εύκολα.

Τι βλέπω, κλατσάρεις σήμερα ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Ως φαν του Σταμάτη Γονίδη το προτιμώ χλατσώνω, χλατσάρω.