Το ποπ-κορν στα κρητικά.

Επίσης χρησιμοποιείται για οτιδήποτε μαλακό και αφράτο σαν βαμβάκι, εξάλλου κατά τον Μπαμπινιώτη ''βαβούλι'' είναι το άνθος του βαμβακιού. Το έχω συναντήσει στην Μεσσαρά με την έννοια του ποπ-κορν. Μάλλον προέκυψε από τότε που πλούσιοι Αμερικάνοι ''υιοθετούσαν'' παιδάκια στα χωριά, κατά τις δεκαετίες 60-70 στέλνοντάς τους κάποια ρούχα και στηρίζοντας συμβολικά την οικογένεια με λίγα χρήματα. Όταν τα επισκέπτονταν συχνά κρατούσαν διάφορα αμερικάνικα προϊόντα, μεταξύ αυτών και ποπ-κορν. Καθώς έσκαγε ο σπόρος του καλαμποκιού και γινόταν το ποπ-κορν, έμοιαζε με ''βαβούλι'', εξ ου και η ονομασία.

- Πάω να βγάλω τα εισιτήρια, εσύ ίντα θα κάμεις;
- Πάω να πάρω τσι βαβούλες...
- Ε, κράτα μου κι ένα νερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

αχααχα καλό!

#2
dryhammer

Μια και «βαβούλι» είναι και γενικά το μπουμπούκι (μήπως υπάρχει ετυμολογική συγγέννεια;), βαβούλι στα χιώτικα είναι και το κλαδί το γεμάτο κόμπους από «μάτια» « έτοιμα να σκάσουν» που επειδή είναι και πιό ελαστικό (άνοιξη γαρ), είναι καλύτερο για ξυλοδαρμό και σαφώς πιό χοντρό από τη βίτσα.
- Θά πάρω κάνα βαβούλι και θα σε περιλάβω...