Ο πολύ ψηλός και χοντρός.

Αλλιώς: δαμάλι.

- Πού είσαι ρε δάμαλε!
- Άσε φίλε, τις γιορτές κατέβασα τον αγλέουρα.

Got a better definition? Add it!

Published