Έτσι χαρακτηρίζεται ένα μηχανάκι μικρού κυβισμού και ιπποδύναμης, και συνήθως όχι καλά συντηρημένο. Πρέπει να προέρχεται από τα παλιά δίχρονα, αλλά τώρα που δεν έχει πολλά δίχρονα, λέγεται συνήθως για παλιά μηχανάκια (άσχετα αν είναι δίχρονα ή τετράχρονα), έως 100 κ.ε., κακοσυντηρημένα. Συντάσσεται μόνο με οριστικό άρθρο, δεν λες πχ «θα πάω στην Ομόνοια με πρα-πρα», λες «θα πάω με το πρα-πρα», εξ ου και το άρθρο στον ορισμό.

Εγώ θα αργήσω να έρθω γιατί θα πάρω το πρα πρα, παραγγείλτε εσείς.

(από Khan, 01/02/14)

Βλ. επίσης πρι-πρι, πιρπίρι, πραπρά, παρπάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Εναλλακτικά, το πρι-πρι, το πιρπίρι, το πραπρά ή το παρπάρι. Και μη ξεχνάμε και το ποιμενικό (αρβανίτικο, νομίζω;) πρα ωρέ, πρα!

Βλ. επίσης καλύτερα παπάκι, παρά τον Μητσοτάκη.

#2
earendil_ath

ωχ πώς μου ξέφυγε... καλύτερα να σβηστεί το παρόν

#3
Vrastaman

Κττμγ προσθέτει κάτι στους προηγούμενους ορισμούς.

#4
earendil_ath

Να προσθέσω επίσης ότι το λήμμα προέρχεται μάλλον από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας, ο οποίος ήχος κατά τον ομιλητή προδίδει την έλλειψη τόσο ιπποδύναμης όσο και συντήρησης