Η πρακτική ή διαδικασία του να ψειρίζεις, δηλαδή να κλέβεις. Συνήθως, χρησιμοποιείται για κλοπές, όπου: α) αποψιλώνεις ένα σύνολο αγαθών χωρίς να το καταργείς εντελώς, β) είναι μικροκλοπές, γ) είναι ύπουλες και μουλωχτές, και όχι ντεκλαρέ, όπως λ.χ. μια ένοπλη ληστεία τράπεζας ή μια διάρρηξη, βλ. ψειρίζω. Ωστόσο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για οποιαδήποτε κλοπή.

Η θηλυκή κατάληξη -ική έχει εδώ γαμοσλανγκοτέτοια λειτουργία, όπως λ.χ. στα ψαχτική, πεσιματική κ.τ.ό.

Καλα ρε τεμπελοκουλτουριαριδες, εκτος απο καφε, κανα τσαμπουκα σε ασχετους με την εξουσια, κανα σπασιμο βιτρινας για ψειριστικη, που ειναι η ιδεολογια, η μαγκια; (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Beastaki

Εμορφα!!!