Εξαντλούμαι στη δουλειά, μου φεύγει ο πάτος.
Ούτε και φέτος διακοπές και από Σεπτέμβριο θα ξεπατωθούμε στη δουλειά!
Εξαντλούμαι στη δουλειά, μου φεύγει ο πάτος.
Ούτε και φέτος διακοπές και από Σεπτέμβριο θα ξεπατωθούμε στη δουλειά!
Got a better definition? Add it!
Φτάνω στο αμήν σημαίνει φτάνω σε οριακό σημείο, έχω εξαντληθεί.
Όταν η κατάσταση φτάσει στο αμήν, ο Γιωργάκης και η μακάβρια ακολουθία του θα επιδοθούν στους πάσης φύσεως εκβιασμούς. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η δύναμη, η αντοχή < τουρκικό takat < αραβικό طاقة (taqat = δύναμη).
Δεν έχω τακάτι, τα έχω φτύσει. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Η σωματική και ψυχική δύναμη, η αντοχή (< ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαίο ελληνικό καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **ḱrhesn*.
Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρατούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Σμυρνιά).
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει εξουθένωση. Βλ. Τα Κανδυλιώτικα.
Έχω σπουρίξει από το κρύο.
Got a better definition? Add it!
Στη φυλακοσλάνγκ, λέγεται για τη μπάλα στα ομαδικά αθλήματα που, λόγω δυνατού σουτ, βγαίνει εκτός φυλακής και χάνεται, με αποτέλεσμα την οριστική διακοπή του παιχνιδιού.
Στο μπάσκετ, ευτυχώς, συμβαίνουν λιγότερες αποφυλακίσεις από ό,τι στο ποδόσφαιρο.
Got a better definition? Add it!
Στη φυλακοσλάνγκ είναι ο κρατούμενος που έχει δώσει λόγο τιμής ότι δεν θα δραπετεύσει.
Η ζωή στις αγροτικές φυλακές είναι στα όρια της ημιελεύθερης διαβίωσης. Εκεί υπάρχει και ο θεσμός του "λογοτιμήτη", του κρατούμενου στο τελευταίο στάδιο της κράτησής του. Αυτοί έχουν δώσει τον λόγο της τιμής τους πως δεν θα δραπετεύσουν και για αυτό τους αφήνουν στα κελιά τους, που μοιάζουν με μικρά σπιτάκια στην ύπαιθρο, ξεκλείδωτα ακόμη και το βράδυ, με μια πολύ χαλαρή εποπτεία από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους της φυλακής. (Τάσος Θεοφίλου, Η φυλακή, Αντίποδες, Αθήνα 2025, σ. 30).
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο ποδοσφαιριστής που συνηθίζει να βουτάει, όπως οι δύτες από την Κάλυμνο.
Γεια σου ρε καλύμνιε βουτηχταρά μου!
Got a better definition? Add it!
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο αποτελεσματικός σκληροτράχηλος αμυντικός.
Ό,τι και να κάνουν στην επίθεση, έχουμε τη θεριζοαλωνιστική.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται έτσι υποτιμητικά ο δυτικόφιλος υποστηρικτής της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας, από την πατριωτική ουκρανική επευφημία Δόξα στην Ουκρανία / Slava Ukraini.
Got a better definition? Add it!