Θηλυκό: η απτάλω (ή η αμπντάλω)
Ο ατσούμπαλος, ο εξαιρετικά απρόσεχτος. Διακρίνεται για την ικανότητά του να σκοντάφτει χωρίς λόγο, να ρίχνει πραγματα και να πατάει ξένα πόδια.
Εννοιολογικά συγγενής λέξη με το αντάβαλος.
Επίσης: απτάλς, αμπντάλης.
9 comments
n0i2
Αν δε κάνω λάθος είναι και είδος λαϊκού τραγουδιού το λεγόμενο Απτάλικο
BuBis
εκ του Τουρκικού aptal = χαζός, αγαθιάρης, αθώος
vikar
Σωστός ή σωστή, νοι2. Αμπντάλικο είναι είδος ζεϊμπέκικου, ακούστε εδώ πιχί.
BuBis
Σχετικά με τις ετυμολογίες: Τα απτάλικα προέρχονται απο το abdal που είναι βαθμός μύησης και «επιπέδου» στους Δερβίσηδες
Ο ΑΛΛΟΣ
Έχω ακούσει και το «απτάλικο τσιγάρο» = μπάφος (και καλά απ' τ' άλλα). Ψιλομπούρδα,ε; Αλλά υπάρχει, τι να κάνουμε...
electron
αφτάλικο λέμε γρήγορο ζειμπέκικο όπως το λινκ.
electron
και χορεύεται και πολύ στα πανηγύρια
vikar
Δέν ξέρω προσωπικά άν πρόκειται πάντοτε και οπωσδήποτε για γρήγορο ζεϊμπέκικο (ενδιαφέρον πλάκα πλάκα, να ρωτήσω κάτι λαϊκούς που έχω πρόχειρους), σίγουρα όμως διαφοροποιείται απ' το συνηθισμένο ζεϊμπέκικο στο ρυθμό.
Το ζεϊμπέκικο γενικά είναι ένα εννιάρι (εννιά χτύποι δηλαδή, όγδοα ή τέταρτα ας πούμε), το ρυθμικό μοτίβο του οποίου ολοκληρώνεται σε δύο μέτρα, δηλαδή σε δεκαοχτώ χτύπους. Ενώ λοιπόν το τυπικό μοτίβο ενός ζεϊμπέκικου είναι
||-||-|-||-||-|-|-
το μοτίβο ενός αμπντάλικου ζεϊμπέκικου είναι το εξής:
|-|-|-||-||-|-|-|-
(οι κάθετοι για τους ισχυρούς και οι παύλες για τους ασθενείς χτύπους).
Khan
Μια συνολική θεώρηση σε άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.