Ο όρος είναι παραποίηση της Κορεάτικης λέξης «gosu» (고수) που σημαίνει δεξιοτέχνης, άνθρωπος με ανεπτυγμένες ικανότητες. Οι Άγγλοι την χρησιμοποιούν αυτούσια.

Η ετυμολογία προέρχεται από το αρχαίο επιτραπέζιο Κορεάτικο παιχνίδι Go όπου σε ένα τετράγωνο πίνακα έπρεπε με τα πούλια σας (παρόμοια με αυτά της ντάμας) να κλείσετε τον αντίπαλο. Νικητής ήταν όποιος μπορούσε να βάλει τελευταίος ένα πούλι στον πίνακα. Το Go παίζεται από το 1.000 π.χ. (δηλαδή πριν ακόμα ανακαλυφθεί το σκάκι του 6ου μ.χ. αιώνα) και το Gosu αφορά κάθε δεξιοτέχνη που είναι άριστος στο Go.

Οι Άγγλοι έχουν παραφράσει τα αρχικά GOSU προς όφελός τους, με φράσεις του στυλ «Graduate Οf StarCraft University», «God Of StarCraft Universe» ή «God of StarCraft Units» κι αυτό γιατί οι Κορεάτες είναι οι μεγαλύτεροι μάστορες στο StarCraft.

Κύρια έννοια:
Με το επίθετο «γκοσάς» χαρακτηρίζεται κυρίως ο IMBA παίκτης, ο απόλυτος gamer που παίζει κάποιο/-α video games στα δάχτυλα, λες και είναι η δεύτερη φύση του.

Δευτερεύουσα έννοια:
Γκοσάς είναι επίσης ο εκάστοτε δεξιοτέχνης στο επάγγελμά του ή σε κάποιο χόμπι.

(Κύρια έννοια)
- Ρε μαλάκα παίζαμε lol και σκάει μια Clan με Κορεάτες και μας κάνει οικόπεδο μέσα σε 20 λεπτά! Τι είναι αυτά ρε;
- Μη ψάχνεις να βρεις. Αυτοί είναι γκοσάδες και λιώνουν όλη μέρα σε μια οθόνη. Γάμα το.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified