Ο μη έχων τρίχες επί των οπισθίων του.

Προέρχεται από τις λέξεις μαδαρός (γυμνός) και κώλος (οπίσθια).

Η θηλυκή εκδοχή του είναι η μαδαροκώλα.

Ούτε με κερί να τις είχε βγάλει παιδί μου σου λέω... Μαδαρόκωλος εντελώς... Αλλά μου άρεσε, δε μπορώ να πω...

(από GATZMAN, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Μου θύμισες το εξής

-Εχει τρίχες ο κώλος σου;
-Όχι
-Ε... βέβαια. Τόπος που πατιέται, χορτάρι δε φυτρώνει