σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Πρόκειται για λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει τη ματαιότητα κάποιας δήλωσης καθώς και το πλήρες μπάχαλο που επικρατεί. Συναντάται κυρίως σε εργασιακούς χώρους.

  1. - Τελικά άλλαξαν οι προτεραιότητες στο έργο.
    - Σκορδοπούτσογλου.

  2. Έγινε συνενόηση Σκορδοπούτσογλου.

  3. Άλλα έλεγαν πριν, άλλα τώρα. Σκορδοπούτσογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified