Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.

Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.

Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!

Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
jesus

οι ρακέτες γαμούνε, κ κρίμα που τις αμαυρώνουν αυτοί οι γελοίοι ρε πστ...