Στα κερκυραϊκά, αλλά και στη Δυτική Πελοπόννησο λέγεται έτσι ο τενεκές, κυρίως αυτός που βάζουμε το ελαιόλαδο.
Άμα έρθεις από το χωριό φέρε μας και μια λάτα ελαιόλαδο.
Πάρε μου και ένα λατάκι κοκακόλα άμα περάσεις από το περίπτερο.
Στα κερκυραϊκά, αλλά και στη Δυτική Πελοπόννησο λέγεται έτσι ο τενεκές, κυρίως αυτός που βάζουμε το ελαιόλαδο.
Άμα έρθεις από το χωριό φέρε μας και μια λάτα ελαιόλαδο.
Πάρε μου και ένα λατάκι κοκακόλα άμα περάσεις από το περίπτερο.
Got a better definition? Add it!
2 comments
allivegp
Γιατί κοκακόλα και όχι κοακόλα, παρακαλώ; Καλό το λημματάκι.
MXΣ
β' παράδειγμα ταυτόσημο με το ισπανικό lata. Hojalata ή σκέτο lata λέγεται στα ισπανικά η λαμαρίνα από ατσαλόφυλλο.