Αυτό που κάνει ο Έλληνας που έχει πάει στο εξωτερικό. Ό,τι και να είναι αυτό π.χ. να βάλει το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας ή τον Ζορμπά στην μέση του δρόμου και να αρχίσει να χορεύει. Ή ό,τι, μα ό,τι μπορεί να κάνει ο Έλληνας που να τον χαρακτηρίζει και να τον προσέξουν οι άλλοι άθελα και μη.

- Τι κάνεις ρε μαλάκα μέσ' το δρόμο; ξεφτιλιζόμαστε ρε! Κόφ' την γκρικιά!
- Σιγά μωρέ! Άσε με τώρα, χορεύω.

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Επίσης, «Γκρικιά, η Ελλάδα. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούν οι Βουλγαρινοί Σαρακατσιαναίοι για την Ελλάδα» (δες).

#2
λιάμπουρας

ευχαριστώ για την πληροφορία! δεν το ήξερα.

#3
Khan

Ούτε κι εγώ. Ο γούγλης μου το είπε.