Είναι η γυναίκα που γυρίζει συνέχεια στους δρόμους -εξού και το σοκάκι- και παρατάει στο σπίτι τα παιδιά και τον άντρα της.
Αυτό είναι το πάθος της και το κάνει χωρίς να το θέλει, όσο κι αν της βάζει χέρι ο σύζυγος. Δεν παραπέμπει σε ερωτοδουλειές, γιατί συνήθως χρησιμοποιείται με χαριτωμένη διάθεση.
1 comment
xalikoutis
Η έκφραση μπορεί να λέγεται με χαριτωμένη διάθεση, αλλά πάντα υποβόσκει το ερώτημα τι σκατά κάνει αυτή που συνέχεια λείπει από το σπίτι; Μήπως πάει και γαμιέται (αν και πάντα το κουτσομπολιό, το χάζι, το σεϊρι, πολλά συνώνυμα κι εδώ, είναι αρκετές φορές επαρκές κίνητρο);
Συνώνυμα: σουρτούκω (βλ. και σουρτούκης), σοκακτσού, σοκακού,χωριογύρα ή χωριογυρίστρα (Κρήτη), πορτογύρα (Κέρκυρα το άκουσα αυτό) και πορτογιούρα και πορτογυρίστρα, πορτοθούρα στην Πάτρα, το ρήμα γκιζέρω ή γκιζιράω (που;) και το επίθετο γκιζίρω(;), το ρήμα φαρομανάω στα Επτάνησα, επίσης σουρουκλεμές - ού.