Μαγειρεμένο κρέας το οποίο είναι τόσο καλοψημένο που λιώνει στο στόμα, ωσάν το κρέας της κονσέρβας.

Παπουδίστικη έκφραση που επιμένει μέχρι τσι μέρες μας, απόηχος παλαιοτέρων εποχών που το κρέας ήτο πολύ σκληρό και δυσεύρετο λόγω φτώχειας και ανέχειας και αι κονσέρβαι της ανθρωπιστικής βοηθείας η μόνη πηγή θροφής.

(το λέει και η μάνα μου, οπότε κανονίστε να μην μου την στεναχωρήσετε)

- Αχ κόρη μου, πολύ ωραία το έφτιαξες το κρέας, σκέτη κονσέρβα! - (σκατά να φας παλιοκαργιόλα) Ευχαριστώ πεθερούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

Ακόμα ονειρεύονται τα «κορνεμπήφια» της αμερικάνικης βοήθειας (αηδέστατα για μας με τον υπερκορεσμό στα κρέατα)