Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει. Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.
Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει. Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.
Βλ. και άιφερ μάνατζερ, αντεφέρ, σύρφερ μάνατζερ, τραβαφέρ, φερερές
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
5 comments
Επισκέπτης
Λέγεται και Πανφερμ, ειδικότητα πολύ γνωστή στο στρατό!
-Τι ειδικότητα πήρες?
-Είμαι Πανφερμ!Παν φερμ τυρόπιτα, παν φερμ καφέ!
Επισκέπτης
χρησιμοποιητε και σε αθλητες που δν παιζουν σε αγωνα δηλ. ειναι στν παγκο
mariahomorfi
kai autoi pou einai ston pago ektos apo aifer kai panferm exoun to timhtiko epagelma "de3i vetex"
(kuriws se a8lhmata opws volley k basket pou paizontai se eswterikous xwrous)
Επισκέπτης
Συναντάται και στα «Γαλλικά» ως αντεφέρ:
αντεφέρ τις πετσέτες, αντεφέρ τα νερά κ.ο.κ.
HODJAS
Αγγλιστί: Dog's body
Αμερικανιστί: Gofer (Go for...)