Ασχολούμαι με μανία με κάτι, μανιάζω, πέφτω με τα μούτρα, γίνομαι μονομανής με αυτό. Στο κυνήγι λέγεται για τα σκυλιά όταν οσμίζονται ή γεύονται το θήραμα.

  1. Είχαν μανιωθεί όλοι να σπουδάσουν και τώρα είμαστε όλοι άνεργοι.

  2. Είναι ή του ύψους ή του βάθους. Ή που θα μανιωθεί με κάτι και θα μας πρήξει όλους, ή που θα τρομπάρει όλη μέρα.

  3. Έριξε μία στον αέρα και τα σκυλιά μανιώθηκαν στην καταδίωξη.

Got a better definition? Add it!

Published