Το θηλυκό του μαλακοπίτουρας ή μαλακοπιτουρίδης.

Η τέρμα βλαμμένη. Πιο απαξιωτικό απ' το σκέτο μαλάκας.
Μια μαλάκω με πίτουρα στο κεφάλι, με μυαλό κουκούτσι δηλαδή.

Επίσης χρησιμοποιείται αντί του η από τέτοια ή η απ' αυτούλα όταν δεν ξέρουμε το όνομα κάποιας αχώνευτης.

1.- Τα μάθες για την Καιτούλα που έπιασε τον δικό της στα πράσα να φιστικώνει τη κουμπάρα της την Σωσώ;
- Έλα ρε! Τον σούταρε με τη μία σίγουρα.
- Όχι ρε! Της είπε αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις, φορμάτ στο κινητό της έκανα και η μαλακοπιτουρίδου το 'χάψε!

  1. Πήγα σ' αυτή τη μαλακοπιτουρίδου που μ' έστειλες στο ΙΚΑ και μου ζήτησε ένα σκασμό χαρτούρα τζάμπα και βερεσέ.

  2. Είμαι με το φορτηγό που λέτε κύριε πόλισμαν στην ανηφόρα και προσπαθώ να παρκάρω και μου 'ρχετε ο μαλακοπιτουρίδης από 'δω και μου κολλάει από πίσω κορνάροντας. Φταίω εγώ που κατέβηκα και τον άρχισα στις μπάτσες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified