1. Φιδιάζω, εξασκώ την τεχνική του φιδιάσματος/φίδινγκ, κοινώς λουφάρω. Συναντάται σε κληρωτούς που υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό (σε όλα τα σώματα / όπλα και ανεξαρτήτως παλαιότητας). Είναι φυσικά απαραίτητη η δημιουργία μιας ζεστής ή άνετης το καλοκαίρι φωλίτσας (sleeping bag, μικροανεμιστήρες, σκεπασμένα πλαϊνά του κρεββατιού με χιτώνια για κάλυψη / απόκρυψη του φιδιάζοντος στρατιώτη κτλ.). Το ωσάν του φιδιού κουλούριασμα επέρχεται κυρίως μετά το μεσημεριανό ή βραδυνό συσσίτιο.

  2. Μεταφορικά: «τρώω το κουλούρι» μου, κοινώς το «0», το «Χ» που τσίμπησε ένα λήμμα μου και είχε σαν αποτέλεσμα να «κουλουριαστώ», όντας ανήμπορος να αντιδράσω και, χωρίς πολλά πολλά, να αράξω μετά το τσίμπημα / κέρασμα του κουλουριού από μπαγαποντοδότη / κατωποντοδότη κτλ. στην φωλίτσα μου.

  1. - Πωπω βαρεμάρα σήμερα, έχουν κατέβει οι περισσότεροι για σκηνάκια κι εμείς εδώ πάνω αγγαρεία μαγειρεία. - Φίλε, πλένε γρήγορα γιατί θέλω να πάω να κουλουριαστώ στη φωλίτσα μου.

  2. (Τί παράδειγμα να δώσει κάποιος; Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες...).

(από Mpiliardakias, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Mpiliardakias

Χαρακτηριστικό κουλούριασμα στην φωλίτσα μετά το κέρασμα(φώτο).