Γίνομαι καπνός / λούης, την κάνω α λα γαλλικά όταν πιέζομαι ή ξενερώνω αποτομα από μια κατάσταση ή φοβούμενος τις επιπτώσεις εξαφανίζομαι.

Π.χ Στίχος από το τραγούδι των Ημισκουμπριων «Αν ήσουν άλλος»:

Σου 'ταζα γάμο... και την έκανα λάμο.

Στο 2.33. (από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Μήπως είναι από το λαμόγιο;