Γίνομαι καπνός / λούης, την κάνω α λα γαλλικά όταν πιέζομαι ή ξενερώνω αποτομα από μια κατάσταση ή φοβούμενος τις επιπτώσεις εξαφανίζομαι.
Π.χ Στίχος από το τραγούδι των Ημισκουμπριων «Αν ήσουν άλλος»:
Σου 'ταζα γάμο... και την έκανα λάμο.
Γίνομαι καπνός / λούης, την κάνω α λα γαλλικά όταν πιέζομαι ή ξενερώνω αποτομα από μια κατάσταση ή φοβούμενος τις επιπτώσεις εξαφανίζομαι.
Π.χ Στίχος από το τραγούδι των Ημισκουμπριων «Αν ήσουν άλλος»:
Σου 'ταζα γάμο... και την έκανα λάμο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1 comment
Khan
Μήπως είναι από το λαμόγιο;