Λέξη της κρητικής διαλέκτου.

Ο άτυχος, ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος. Έχει «στολίσει» αρκετές μαντινάδες.

Ατσιποδιές με βρήκανε, μα κάτω δεν το βάνω
γιατί ‘μαθα τα δύσκολα, εύκολα να τα κάνω.

Ατσιποδιάρα μοίρα μου, γιάντα με πλησιάζεις
κάθε που χτίζω όνειρα, στην άμμο τα βουλιάζεις.

Γροικώ πως είσαι κοπελιά. γλωσσού κι’ ατσιποδιάρα
μα ‘γω στα κάλλη σου ομνώ, πέρδικα παιγνιδιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
xalikoutis

Τό χανε καταχωρημένο μρε συ μα δε μπειράζει, βλ. ατσιποδιάρης