Ξανά της Λευκαδίτικης διαλέκτου, η στραβομάρα είναι η δουλειά, η υποχρέωση που έχει κάποιος να κάνει.

- Έλα ρε μαλάκα να πάμε να πιούμε ένα περίδρομο να πάμε για ύπνο.
- Άσε με ρε, έχω κάτι στραβομάρες αύριο το πρωί και πρέπει να ξυπνήσω 9 η ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified