Η μονολεκτική εκδοχή της φράσης «ψήσου για τίτσου». Γιατί όταν σε έχει πιάσει η γκάβλα να παίξεις, δε μπορείς να λες πολλές κουβέντες. Απαντάται και ως ψήτσου. Φυσικά δεν υπάρχει β' πληθυντικό στην έκφραση, γιατί πάντα ένας είναι ο ξενέρωτος που δεν ψήνεται να παίξει.

Έλα ρε, έχω φέρει τράπουλα. Μη μας το χαλάσεις πάλι. Ψίτσου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συνδυάζει γλώσσα του λιμανιού και γλώσσα του σαλονιού.

Η χρήση του κάπως λόγιου τύπου «παρούσα» δίνει μια εσάνς πσαγμενιάς, που όμως μετριάζεται από το μαγκίτικο «φάση» του οποίου, btw, οι σημασίες είναι πιο πολλές κι απ' το «strike» στα εγγλέζικα.

Πρόκειται για έκφραση πασπαρτού. Την χρησιμοποιεί είτε ο πσαγμένος για να κάνει ένα άνοιγμα στους νεολαιοχιπχοπάδες, ή αντίθετα η πλέμπα για να το παίξει Μπαμπινιώτης.

  1. Μιλάει ο λεξιλογόφιλος (;) Ζουράρις στους ουγκόφιλους μπαογκτζήδες. Βλέποντας, αρχικώς, ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, πετάει την φράση πασπαρτού και φκιάνει το πράμα:
    «Άπαντες οι οικτροί αυτοπάρακτοι αυτοσεισίφαλλοι, οι της χειραντλήσεως βλιτομάμες θα κληθούν να αποζημιώσουν...» (περίεργα κοιτάγματα) «στην παρούσα φάση, όλους εμάς τους Παοκτζήδες που φτύσαμε αίμα όλη τη χρονιά»

  2. Μιλάει η Άντζελα και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποκτήσει μια τιμητική θέση στους άριστους χρήστες της ελληνικής:
    «Εμένα που με βλέπεις έχω κλείσει σπίτια με την αποστρέπτουσα εμφάνισή μου. Μην κοιτάς που, στην παρούσα φάση, δεν γίνεται εκτιμητέο.»

"Προτείνω κυβέρνηση τεχνοκρατών στην παρούσα φάση", λεβεντιά. (από Khan, 20/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπλαθρώνω/-ομαι

Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, και σημαίνει λερώνω ή λερώνομαι.

(γυρνάει το παιδάκι απ' το σχολείο, το βλέπει η γιαγιά)
- Πώς εγίν'κες έτσι μωρέ σκατόπαιδο; Πού μπλαθρώθ'κες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχάς, δεν έχει καμία σχέση με τον Μπακούνιν.

Η σημασία της είναι παρόμοια με τη λέξη μπουκιά, κανονικά αναφέρεται στη μεγάλη μπουκιά, όμως στα χωριά της Λευκάδας δεν υπάρχουν τέτοιες μικροδιαφορές, και χρησιμοποιείται κυρίως για την φέτα ψωμί.

- Καθόμ'να κι εχάλευα να φάω ένα μπ'κούν' ψωμί σαν άνθρωπος, και αρχινάνε τα τ'λέφωνα. Δε μπόραγα να βρω λίγη ησυχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κανονική του σημασία είναι πόνος στην κοιλιά, ωστόσο χρησιμοποιείται Εβραίος για να χαρακτηριστεί η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού, ή ποτού.

Σπανιότερα, η λέξη δεν αναφέρεται μόνο στην μεγάλη ποσότητα, αλλά γενικότερα, για να αντικαταστήσει το τάδε φαγητό ή τάδε ποτό.

  1. - Τι είναι όλος αυτός ο έμετος στο πάτωμα;
    - Ο γιος σου! Γύρναγε πάλι με τη λεγάμενη χτες το βράδυ, ήπιε τον περίδρομο κι ήρθε εδώ και ξέρασε.

  2. - Έλα σήκω να πάμε για μπάντμιντον. Έλα, πάμε, πάμεεε!
    - Άσε με να φάω τον περίδρομο, γαμώ τον Άη Βαγγέλη!

Η τραπεζαρία στη Νέα Μονή της Χίου (από dryhammer, 15/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης hater έκφραση των παιδικών μας χρόνων, before hating was even cool.

Απ' όταν ήμαστουν μικρά αγοράκια, και μη γνωρίζοντας τι κάνει το πουλί μας πέρα απ' το κατούρημα, επομένως μην έχοντας ακόμη αποκτήσει τον γυναικοχαλκά, μαζεύαμε τις κοπέλες του Δ1 και τραβώντας τους τα κοτσίδγια φωνάζαμε τη φράση αυτή σε συνθηματικό σκοπό!

Η ατάκα υπάρχει και σε παραλλαγές:
-αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες
-αγόρια βασιλιάδες, κορίτσια με ραγάδες
-αγόρια λεβέντες, κορίτσια καμπινέδες
-αγόρια ρομπότ, κορίτσια φέρυ μποτ
-αγόρια κανόνια, κορίτσια μακαρόνια

Μικρός Γιωργάκης: λοιπόν ε μαλάκες τραβάμε όλοι κοτσίδια και φωνάζουμε ε μαλάκες πάει; τζαμάτο ε;
Όλοι μαζί: αγόρια ατσίδες, κορίτσια κατσαρίδες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγαπημένη φράση από τα σχεδόν 90's νιάτα μας (τότες, στο δημοτικό ντε!).

Κρυφτό, μπουγέλο & κυνηγητό καταλήγαν πάντα σε καβγά, και ο καβγάς γινόσαντο με έντονη χρήση αυτής της φράσης από το ένα παιδάκι στο άλλο.

Αν δε, ο καβγάς ήταν ανάμεσα σε κοριτσόπουλα, γινόταν μεγάλο μαδομούνι.

Έτερες εκφράσεις ιδίου κάλλους: «θα το πω στη μαμά μου», «καθρεφτάκι σε όλο μου το σώμα».

Μικρή Ελένη: Είσαι χαζή!
Μικρός Γρηγόρης: Νιανιανιά, όποιος το λέει είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, έχει τις ρίζες της στο Μεγανήσι.

Ξεστέλιαστος είναι κάποιος πάρα πολύ λεπτός, σχεδόν καχεκτικός.
Είναι η αγαπημένη μας λέξη που ακούμε πάντοτε όταν κάνουμε επίσκεψη στη γιαγιά.

Γιαγιά: πως εγίν'κες έτσι ψ'χή μ'; μπιτ ξεστέλιαστο είσαι καμάρ' μου! μα καλά εκείν' η ανεπρόκοπ' η μάνα σ', δε σε ταΐζει μπίτι;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξανά της Λευκαδίτικης διαλέκτου, η στραβομάρα είναι η δουλειά, η υποχρέωση που έχει κάποιος να κάνει.

- Έλα ρε μαλάκα να πάμε να πιούμε ένα περίδρομο να πάμε για ύπνο.
- Άσε με ρε, έχω κάτι στραβομάρες αύριο το πρωί και πρέπει να ξυπνήσω 9 η ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κανονική του σημασία στη Λευκαδίτικη διάλεκτο είναι το φάρμακο. Ωστόσο, ευρέως στη Λευκάδα χρησιμοποιείται από τους μεγαλύτερους, σε χιουμοριστικό τόνο, για να αναφερθεί κάποιος σε ποτό.

Τι θα γίνει, θα μου βάλεις ένα διαλούπι έδε 'κει, να το ρουφήξω σαν άνθρωπος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified