Το καλοκαίρι ή γενικά η καλοκαιρία στα καλιαρντά, εκ του λατσός (=όμορφος) και του τέμπα (=καιρός).

Απαπα μητε και να το συζητας. Δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου η πουτάνα. Εγώ θα μπισέλω πολλές ώρες τώρα. Με ξεθέωσε ο άχρηστος. Άλλη φορά να σε χαρώ. Έχουμε όλη τη λατσοτέμπα μπροστά μας. Εσυ στο μεταξύ αν περάσει καμιά μισογουνού δεν ξέρω και τις προτιμήσεις σου τσίμπα τη και πήγαινε βαρκάδα μπας και γίνει το μιράκλι. Αιντε και καλά να περάσεις. Αβέλω μπακαλούμω και μη μου κρατάς κακία. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 29/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Καλώς μας μπήκε το καλοκαίρι!