Ρίχνω ένα μανίκι = μανικώνω = γαμάω.
Μανίκι = sleeve.
Σλιβώνω.

Σλίβωσες χτες τελικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Υπάλληλος STARBUCKS: Να το σλιβώσω γιατί καίει;
Πελάτης: Ναι, παρακαλώ, φορέστε του ένα μανίκι...