Ο κλέφτης αυτοκινήτων στα καλιαρντά, εκ του τσουρνεύω και του κάρο και του τεκνό. Το τσουρνεύω, όπως παρατήρησε το Πονηρόσκυλο, προέρχεται από τα ρομανί, από τη λέξη čor με την ίδια σημασία (κλέβω).

Μαρινάκι μου πέτυχε η συνταγή. Η κρύφω μου βγήκε τσουρνοκαρότεκνο αλλά το τσιτοχάους του είναι ακαταμάχητο, δεν στη γυρίζω την νυχτικιά, θα τη κρατήσω για λίγες μέρες ακόμα, πάω να πιω την χρυσοσπυρομόλα μου και θα ανέβω σε λίγο πάνω να σου πω λεπτομέρειες. Καλέ τά' μαθες για την Τιτίκα; Ωχρομπλάντα η δόλια, Τέσπα, θα τα πούμε από κοντά σε λίγο. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified