Ηρεμώ, ησυχάζω.

Μόλις ξάπλωσα μαϊνάρισε ο πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Από το βενετικό mainar.

Βλ. λ.χ. εδώ:

«(μεταβ) α) αφήνω κάτι ελεύθερο, το χαλαρώνω: »μαϊνάρισε το σκοινί«, β) (μτφ.) ελέγχω, είμαι κύριος κάποιου: Καζαντζ. Καπ. Μιχ. »μα ο θαλασσινός δεν μπορούσε πια να` μαϊνάρει τη γλώσσα του« συνώνυμα: λασκάρω, κουμαντάρω
(αμτβ.) γαληνεύω, κοπάζω, ησυχάζω: »η θάλασσα μαϊνάρισε« συνώνυμα: καταλαγιάζω. 3.(ναυτ.) (στην προστακτ. ως επιφώνημα) μάινα, α) χαλάρωσε, μάζεψε: Καρκ. Λόγ. Πλ. »μάινα τα πανιά! μάινα και στίγγα πανιά«, β) σταμάτησε: »μάινα τα κουπιά«.