Ηρεμώ, ησυχάζω.
Μόλις ξάπλωσα μαϊνάρισε ο πόνος.
Got a better definition? Add it!
Published 2014-12-02 18:23:25+00:00 Last modified 2015-04-17 19:47:35+00:00
Khan
2014-12-08 10:35:29+00:00
Από το βενετικό mainar.
Βλ. λ.χ. εδώ:
«(μεταβ) α) αφήνω κάτι ελεύθερο, το χαλαρώνω: »μαϊνάρισε το σκοινί«, β) (μτφ.) ελέγχω, είμαι κύριος κάποιου: Καζαντζ. Καπ. Μιχ. »μα ο θαλασσινός δεν μπορούσε πια να` μαϊνάρει τη γλώσσα του« συνώνυμα: λασκάρω, κουμαντάρω (αμτβ.) γαληνεύω, κοπάζω, ησυχάζω: »η θάλασσα μαϊνάρισε« συνώνυμα: καταλαγιάζω. 3.(ναυτ.) (στην προστακτ. ως επιφώνημα) μάινα, α) χαλάρωσε, μάζεψε: Καρκ. Λόγ. Πλ. »μάινα τα πανιά! μάινα και στίγγα πανιά«, β) σταμάτησε: »μάινα τα κουπιά«.
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
1 comment
Khan
Από το βενετικό mainar.
Βλ. λ.χ. εδώ:
«(μεταβ) α) αφήνω κάτι ελεύθερο, το χαλαρώνω: »μαϊνάρισε το σκοινί«, β) (μτφ.) ελέγχω, είμαι κύριος κάποιου: Καζαντζ. Καπ. Μιχ. »μα ο θαλασσινός δεν μπορούσε πια να` μαϊνάρει τη γλώσσα του« συνώνυμα: λασκάρω, κουμαντάρω
(αμτβ.) γαληνεύω, κοπάζω, ησυχάζω: »η θάλασσα μαϊνάρισε« συνώνυμα: καταλαγιάζω. 3.(ναυτ.) (στην προστακτ. ως επιφώνημα) μάινα, α) χαλάρωσε, μάζεψε: Καρκ. Λόγ. Πλ. »μάινα τα πανιά! μάινα και στίγγα πανιά«, β) σταμάτησε: »μάινα τα κουπιά«.