σπλιφ, spliff

Σπλιφ ή σπλιφάκι είναι το τσιγάρο που περιέχει ανάμειξη ταμπάκου και χόρτου. Προέρχεται από την αγγλική λέξη spliff ή splif, που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Δες και μπάφος.

1.-Έλα ρε φίλε να στρίψουμε κανένα σπλιφάκι.
-Δεν έχω καπνό ρε μαν, το έχω κόψει.
-Κόβονται ρε τα αούα;
-Όχι ρε είσαι καλά; Το κάπνισμα έκοψα.

(από fitifititis, 06/02/15)(από fitifititis, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
fitifititis

Παράληψης: αούα

#2
σφυρίζων

Ετς!

#3
Khan

Ο λαός διψάει για ναρκοσλάνγκ! Για ετυμολογία βρήκα αυτό, ενώ η πρώτη μαρτυρία της λέξης εντοπίζεται στο 1936.