σπλιφ, spliff
Σπλιφ ή σπλιφάκι είναι το τσιγάρο που περιέχει ανάμειξη ταμπάκου και χόρτου. Προέρχεται από την αγγλική λέξη spliff ή splif, που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Δες και μπάφος.
σπλιφ, spliff
Σπλιφ ή σπλιφάκι είναι το τσιγάρο που περιέχει ανάμειξη ταμπάκου και χόρτου. Προέρχεται από την αγγλική λέξη spliff ή splif, που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Δες και μπάφος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
3 comments
fitifititis
Παράληψης: αούα
σφυρίζων
Ετς!
Khan
Ο λαός διψάει για ναρκοσλάνγκ! Για ετυμολογία βρήκα αυτό, ενώ η πρώτη μαρτυρία της λέξης εντοπίζεται στο 1936.