Ο εξαρτημένος από το πασπάλι. (Δες).
Είναι μερακλής πασπαλιάρης από τους λίγους.
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικοεξαρτημένος που είναι εθισμένος με τη δόση του. Κατά την περίοδο της πανδημίας Covid-19 χρησιμοποιήθηκε από αντιεμβολιαστές για να σατιρίσουν όσους λάμβαναν πολλαπλές δόσεις εμβολίων κατά του κορονοϊού. Είχε προηγηθεί χρήση του για τους εξαρτημένους Έλληνες από την εκταμίευση των δόσεων που συνδέονταν με τα μνημόνια. Βλ. και DOSάκιας / ντοσάκιας.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Μηχανή ήμουν τόσα χρόνια μου χαλάσατε όμως το σασμάν. Μη μου δίνετε κανόνια θα σας γίνω ταλιμπάν.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Τι μου δίνετε αλήθεια τρώω μάλλον κάποιο ψεκασμό. Μου πουλάτε παραμύθια που θολώνουν το μυαλό.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που βουτάει, που καταβυθίζεται μεταφορικά ή κυριολεκτικά. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Στο τάβλι, στο πλακωτό, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση. Στη ναρκοσλάνγκ, αυτός που κάνει φούντα.
Got a better definition? Add it!
Σλανγιωτατισμός για τον τοξικομανή που παίρνει ουσίες.
Ασχολείται με τα ουσιώδη. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικοεξαρτημένος μυτάκιας. (Δες).
Στο μεταξύ οι ασπρομύτηδες της Δύσης παραμιλάνε μέσα στις παραισθήσεις.
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικομανής μυτάκιας.
Το έχει κάψει τελείως από την κόκα ο αλευρομύτης.
Got a better definition? Add it!
Η/ο ερωμένη/ος που ρουφάει τα πάντα κατά την πεολειχία. Επίσης, ο τοξικοεξαρτημένος. (Δες).
Για τον Τζέι Έντγκαρ Χούβερ του FBI λένε ότι το επώνυμό του δεν ήταν τυχαίο, αφού ήταν ηλεκτρική σκούπα στο πεορούφηγμα.
Got a better definition? Add it!