Selected tags

Further tags

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Πούστη Και Πρεζάκια Γιαννακόπουλε, αναφερόμενο στον ιδιοκτήτη της ομάδας του Παναθηναϊκού (μπάσκετ) Τράκη Γιαννακόπουλο. Από τη στιγμή που στον δεύτερο τελικό μπάσκετ 2025 ο ίδιος ο Τράκης Γιαννακόπουλος οικειοποιήθηκε ειρωνικά το σημαίνον, φορώντας λευκό T-shirt με τα αρχικά σε κόκκικο, όταν πήγε να παρακολουθήσει το παιχνίδι στο λιμάνι (έκανε queering, που λέμε και στο χωριό μου), επήλθε διαπραγμάτευση νέων σημασιών. Λ.χ. μεταξύ άλλων:

  1. Πάω Και Πηδάω Γαύρους
  2. Πότε Κόκα Πότε Γάρο
  3. Πίτα Κοτόπουλο Πίτα Γύρο
  4. Πού και Πού Γαμιέμαι
  5. Πάω Και Παίρνω Γιόκιτς
  6. Πίτα Κρεμμύδι Πατάτες Γύρο
  7. Παραλίγο Και Πήγαινα ΓΑΔΑ

Η έκφραση πατάει πάνω στο πούστης και πρεζάκιας και χρησιμοποιείται και ως τίτλος του Τράκη Γιαννακόπουλου, τον οποίο μάλιστα οικειοποιείται τρολαριστικά.

Ο ΠΚΠΓ κατάφερε να συσπειρώσει τους Ολυμπιακούς σε μια στιγμή που δεν συνέφερε τον Παναθηναϊκό.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατά καιρούς απομάκρυνση από το διαδίκτυο και τα applications του, για λόγους αποτοξίνωσης και ψυχικής υγείας.

Τις επόμενες μέρες δεν θα με βρείτε στο Φέισμπουκ, γιατί κάνω appοτοξίνωση.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αργιλές.

Ο Θανάσης έφερνε βόλτες.

Got a better definition? Add it!

Published

Το απόπιομα, αυτό που μένει από το ποτό στο ποτήρι και κατ' επέκταση το κακής ποιότητας κρασί ή άλλο ποτό. Ίσως από το ενετικό vadagno. (Δες).

Μας κέρασε βιδάνιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Φαυλιστικό για τον Πύργο Ηλείας και γενικότερα την Ηλεία ως τόπο μαφιόζων. Εναλλακτικά Άγιοι Τόποι επειδή κάνεις τον σταυρό σου.

Μην περάσουμε από Κολομβία, να πάμε από Τρίπολη.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Χαρακτηρισμός Ρουμελιωτών, όπως οι Αγρινιώτες ή οι κάτοικοι της Σπερχειάδας με έφεση στην παρασκευή και κατανάλωση κοκορετσιού. (Δες).
    1. Οι κοκανοϊμανείς, επειδή η κόκα σλανγκίζεται ως κοκορέτσι.
    2. Αυτοί που έχουν πάθος με το ποδοσφαιράκι που λέγεται και κοκορέτσι και κυρίως οι άσχετοι παίκτες που δεν επικεντρώνουν στην μπάλα, αλλά γυρίζουν μηχανικά τους "σουβλισμένους" παίκτες σαν σούβλα.
  1. Οι κοκορετσάδες! Από την εποχή της Τουρκοκρατίας το προσωνύμιο (παρατσούκλι) των κατοίκων της Σπερχειάδας, είναι «κοκορετσάδες»! Ως γνήσιοι Ρουμελιώτες, οι Σπερχειαδίτες δεν έπαψαν ούτε στιγμή να τιμούν το παρατσούκλι τους! Μάλιστα, την εποχή των «Τρελών Αγελάδων» όταν η Κομισιόν εξέδωσε οδηγία για μη κατανάλωση εντοσθίων, οι Σπερχειαδίτες γελούσαν, συνεχίζοντας βέβαια να απολαμβάνουν τον ξεχωριστό – λαχταριστό μεζέ τους! (Lamia Now).
  2. Οι κοκορετσάδες που το παιζουν εφοπλιστες (δυο βραχάκια για 5 μοετ να πουλησουμε μουρη μπας και μας κατσει κανενα ανερχομενο μοντελακι..),οι τοκολυφοι και βασικοι οι γιοι τους, το μαυρο χρημα και κοιτωντας δεξια αριστερα μην σκάσει καμια σφαίρα ή καμία σύλληψη δημοσια.... Τα παιδάκια που το παιζουν μπράβακια από την ντόπα στα GYM και ψάχνουν φορτωμένη 40αρα για ζιγκολικι και καμια @@μητη πιτσιρίκα που θα πει "ουάου" και που κλεινουν τραπέζια ανά δεκάδα με 20 ευρω το ατομο(ενα μπουκάλι μίνιμουμ φρι) αλλά αισθάνονται κατι μεταξύ Ανιέλι και Νιάρχου και οποια τσιμπησει.... Αμαξι από την εκθεση αυτοκινήτου ή του μπαμπα αν δεν το πήραν σε ντου της δίωξης ή του ΣΔΟΕ και κοριτσάκια που αναζητουν τον χρυσό χορηγό για γάμο και σχέση ή έστω για το μήνα και την βραδινή έξοδο ελπίζοντας να μην είναι πιεστικός και θέλει κρεβάτι...Οποια έχει μάθει στα κοκορέτσια αναγκαστικά κάθεται βέβαια.... (Red Hoops).
  3. Παίξε μπάλα ρε κοκορετσά που μόνο να γυρίζεις τη σούβλα ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας σημαίνει γεμίζω από καπνό, μπούχλα. Συνήθως απρόσωπο στο γ΄ ενικό: μπουχλώνει.

Μπούχλωσε εδώ μέσα απ’ τα τσιγάρα. Ανοίχτε κάνα παράθυρο! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Τα χαπάκια Zanax.

- Ρε συ γιατί με κοίταγε σα χαμένος ο Βαγγέλης;

- Άστα Κώστα, κουμπώνει ζάνια κανά δίμηνο τώρα κι έχει ξεφύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπέκος, σε λιγότερο λουμπενοκαγκούρικη εκδοχή γνωστός και ως μύτος, είναι η γραμμή που πρόκειται να σνιφάρεις από ναρκωτικά σε σκόνη πχ κόκα, σπιντ, μδ.

-Μαλάκα τράβηξα έναν μπέκο και τα δα όλα

Got a better definition? Add it!

Published

Προερχεται το "ζαμπον" δηλαδη πρεζα (κοινως ηρωινη) και αναφερεεται στον εμπορο ηρωινης

Τα πανεπιστημεια το βραδυ ειναι γεματα πρεζακικα και ζαμπονιεριδες

Got a better definition? Add it!

Published